φιλοψύχως

φιλοψύχως
Α
επίρρ. βλ. φιλόψυχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοψύχως — φιλοψύ̱χως , φιλόψυχος loving one s life adverbial φιλοψύ̱χως , φιλόψυχος loving one s life masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόψυχος — η, ο / φιλόψυχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τη ζωή του 2. συνεκδ. άτολμος, δειλός αρχ. φιλάνθρωπος. επίρρ... φιλοψύχως Α κατά τρόπο φιλόψυχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”